Άλλες Διαταραχές Βρεφικής, Παιδικής και Εφηβικής Ηλικίας

Διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού

Η διαταραχή Άγχους Αποχωρισμού αναφέρεται στον αποχωρισμό από πρόσωπα στα οποία το παιδί είναι προσκολλημένο ( συνήθως γονείς ή άλλα μέλη της οικογένειας)  και δεν αποτελεί μέρος γενικευμένου άγχους που εκδηλώνεται σε ποικίλες καταστάσεις.

Το άγχος μπορεί να έχει τη  μορφή :

α) μη ρεαλιστικής υπεραπασχόλησης με τη σκέψη ότι κάτι μπορεί να πάθουν οι γονείς, στους οποίους είναι προσκολλημένο ή με το φόβο ότι θα φύγουν.

β) επίμονης απροθυμίας ή άρνησης του παιδιού να πάει στο σχολείο, επειδή φοβάται τον αποχωρισμό.

δ) επίμονης απροθυμίας ή άρνησης του να πάει για ύπνο, χωρίς να βρίσκεται κοντά ή δίπλα σε κάποιον από τον γονέα του με τον οποίο  είναι προσκολλημένο.

ε) επίμονου αδικαιολόγητου φόβου να μείνει μόνο του στο σπίτι κατά τη διάρκεια  της ημέρας.

στ) επανειλημμένων εφιαλτών με θέμα τον αποχωρισμό από τους γονείς. 

ζ) επανειλημμένων εκδηλώσεων σωματικών συμπτωμάτων ( ναυτία, πόνος στο στομάχι, πονοκέφαλος, εμετοί κλπ) σε περιστάσεις αποχωρισμού από τους γονείς.

η ) υπερβολικής επαναλαμβανόμενη δυσφορίας ( που εκδηλώνεται με άγχος, κλάμα, εκρήξεις θυμού, γκρίνια, απάθεια ή κοινωνική απόσυρση) ενόψει, κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά από αποχωρισμό από σημαντικό πρόσωπο.

 

Διαγνωστικά Κριτήρια κατά DSM-IV

Αναπτυξιακά δυσανάλογο και υπέρμετρο άγχος που αφορά τον αποχωρισμό από το σπίτι του ή πρόσωπα στα οποία είναι προσκολλημένο όπως φαίνεται σε τουλάχιστον 3 από τα ακόλουθα

1. Επαναλαμβανόμενη έντονη δυσφορία όταν συμβαίνει ή αναμένεται αποχωρισμός από το σπίτι του ή από τα κύρια πρόσωπα προσκόλλησης.

2. Επίμονη και υπερβολική ανησυχία του ατόμου ότι θα χάσει κύρια πρόσωπα προσκόλλησης ή ότι κάτι κακό θα συμβεί σε αυτά τα πρόσωπα.

3. Επίμονη και υπερβολική ανησυχία ότι κάποιο δυσάρεστο γεγονός θα οδηγήσει σε αποχωρισμό από ένα κύριο πρόσωπο προσκόλλησης.

4. Επίμονη απροθυμία ή άρνηση να πάει σχολείο ή αλλού εξ αιτίας αυτού του φόβου.

5. επίμονος και υπερβολικός φόβος ή απροθυμία να μείνει μόνο του ή χωρίς τα κύρια πρόσωπα προσκόλλησης στο σπίτι ή χωρίς σημαντικούς γι' αυτό ενήλικες.

6. Επίμονη απροθυμία ή άρνηση να πάει για ύπνο χωρίς να έχει κοντά του κάποιο κύριο πρόσωπο προσκόλλησης ή να κοιμηθεί εκτός σπιτιού.

7. Επαναλαμβανόμενοι εφιάλτες με θέμα τον αποχωρισμό.

8. Επαναλαμβανόμενες αναφορές σωματικών συμπτωμάτων (όπως κεφαλαλγίες, στομαχικοί πόνοι, ναυτία ή έμετος) όταν συμβαίνει ή αναμένεται αποχωρισμός από κύρια πρόσωπα προσκόλλησης.

Β. Η διαταραχή να διαρκεί τουλάχιστον 4 βδομάδες

Γ. Εισβάλλει πριν την ηλικία των 18 ετών

Δ. προκαλεί κλινικά σημαντική ενόχληση ή έκπτωση στην κοινωνική, σχολική ή άλλη λειτουργικότητα του ατόμου

Ε. Δεν παρατηρείται αποκλειστικά κατά τη διάρκεια διάχυτης αναπτυξιακής  ή άλλης διαταραχής  στους εφήβους και ενηλίκους και δεν εξηγείται με διαταραχή πανικού ή αγοραφοβία

 

 

Αγχώδεις Διαταραχές

 

Οι διαταραχές άγχους αποτελούν μία ομάδα διαταραχών οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονο  και χρόνιο άγχος. Το άγχος προκαλείται μόνο ή κυρίως από ορισμένες  συνθήκες - πχ κλειστοί χώροι, σκοτάδι, ζώα, αντικείμενα, ασθένεια ή ατύχημα, τα οποία δεν είναι επικίνδυνα κατά τον χρόνο εκλύσεως του άγχους. Το άγχος χαρακτηρίζεται από μια διάχυτη, και ασαφή αίσθηση αμηχανίας και συνοδεύεται από συμπτώματα κεφαλαλγίας, εφίδρωσης, ζαλάδας, δύσπνοιας, αίσθημα αύξησης παλμών, βάρος στο στήθος, στομαχική δυσφορίας κα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι το άτομο αποφεύγει τις σχετικές καταστάσεις / αντικείμενα ή τα υπομένει με αίσθημα έντονου φόβου. Το άτομο έχει πλήρη επαφή με την πραγματικότητα και υποφέρει έντονα από τα συμπτώματα του. Για να διαγνωσθεί  η διαταραχή άγχους πρέπει τα επίπεδο του άγχους αυτού είναι τόσο υψηλά ώστε να διαταράσσουν σημαντικά τη λειτουργικότητα σε σημαντικούς τομείς της ζωής του όπως σπίτι, διαπροσωπικές σχέσεις, εργασία, σχολικές επιδόσεις κλπ

 

Επιλεκτική Βωβότητα

Σπάνια διαταραχή συνηθέστερη στα κορίτσια. Ένα παιδί που τόσο μιλάει όσο και καταλαβαίνει το λόγο, αρνείται να μιλήσει για τουλάχιστον 1 μήνα σε κοινωνικές καταστάσεις. Δεν περιορίζεται στον πρώτο μήνα του σχολείου. Η διαταραχή εισβάλει σε ηλικία 4-8 ετών και συνήθως υποχωρεί σε εβδομάδες ή μήνες. Συνδέεται με γονική υπερπροστασία, αμφιθυμία των γονέων, διαταραχές λόγου, υπερβολικά αισθήματα ντροπής και εναντιωματική συμπεριφορά. Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει ατομική ψυχοθεραπεία και συμβουλευτική γονέων.